- Ἱλαρίων
- Ἱλάριοςmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιλαρίων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ασκητής (Γάζα 290 – Κύπρος 371). Ασπάστηκε τον χριστιανισμό στην Αλεξάνδρεια. Επισκέφθηκε τον ασκητή Μέγα Αντώνιο και παρέμεινε στην έρημο για πολλά χρόνια, ασκητεύοντας και ο ίδιος. Οι διδασκαλίες… … Dictionary of Greek
ἱλαρίων — ἱλάρια hilaria neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιλαρίων Σιναΐτης ο Κρης — (Αρμάθα Πεδιάδας, Κρήτη περ. 1765 – Τίρνοβο, Βουλγαρία 1838). Λόγιος κληρικός, μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας (1821 27, 1830 38). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Σινά, όπου εκάρη μοναχός. Το 1792 παρακολούθησε μαθήματα στην Πατμιάδα Σχολή και το 1797… … Dictionary of Greek
Ιλαρίων, Ρολόγης — (Αμάρι, Κρήτη 1861 – Ρέθυμνο 1915). Μοναχός και μακεδονομάχος. Έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος και φοίτησε στην Αθωνιάδα Σχολή. To 1898 έγινε ηγούμενος στο μοναστήρι του Ζουδανιού, το οποίο και παραχώρησε στους μακεδονομάχους ως ορμητήριο. Συνελήφθη … Dictionary of Greek
Κιγάλας, Ιλαρίων — (Λευκωσία 1626 – Κωνσταντινούπολη 1682). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1674 79), δάσκαλος και συγγραφέας. Σπούδασε στο (υπό παπικό έλεγχο) Ελληνικό Κολέγιο της Ρώμης και στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου κατόπιν δίδαξε στο λεγόμενο Κοτουνιανό… … Dictionary of Greek
ИЛАРИОН НОВЫЙ — [῾Ιλαρίων ὁ Νέος] (ранее XI в.), прп. (пам. кипр. 21 окт.). Точное время жизни неизвестно. Упоминается в «Хронике» Леонтия Махераса (1 я пол. XV в.) в числе 300 святых, прибывших на Кипр после завоевания Палестины арабами. Хронист сообщает об И.… … Православная энциклопедия
Илларион — (Ἱλαρίων) греческое Род: муж. Этимологическое значение: тихий, радостный Отчество: Илларионович Илларионовна Другие формы: Иларион Связанные статьи: начинающиеся с «Илларион» … Википедия
Πρόδρομος, Θεόδωρος — Λόγιος των χρόνων της βυζαντινής δυναστείας των Κομνηνών, πιθανός δημιουργός των προδρομικών (ή πτωχοπροδρομικών) ποιημάτων. Kέρδισε τη συμπάθεια των αυλικών κύκλων και του ίδιου του αυτοκράτορα –του Ιωάννη (1118 – 1143) και αργότερα του γιου του … Dictionary of Greek
ИЛАРИЙ — [Иларион; греч. ῾Ιλάριος], свт., архиеп. Кипрский. Единственное упоминание о нем содержится в сочинении историка Этьена де Лузиньяна (XVI в.), к рый сообщал, что И. занимал Саламинскую (архиепископскую) кафедру и благодаря его добродетелям и… … Православная энциклопедия
ИЛАРИОН КИГАЛАС — [греч. ῾Ιλαρίων Κιγάλας] (4.10.1624, Никосия 1681 или 1682, К поль), архиеп. Кипрский (1674 1679). Сын священника и переводчика Матфея Кигаласа. Родители крестили его с именем Иероним в мон ре Агия Напа (ныне в центре г. Айия Напа). В 11 лет он… … Православная энциклопедия